- παναγόρσιος
- παν-ᾱγόρσιος, ὁ,A = πανηγύριος, name of month at Tegea, IG5(2).3.30 (iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Παναγόρσιος — Παναγόρσιος, ὁ (Α) [πανάγορσις] (αρκαδ. λ.) ονομασία ενός μήνα στην Τεγέα … Dictionary of Greek